παππάξ

παππάξ
και παπαππάξ και παπαπαππάξ Α
(κωμική λ.) ήχοι κατ' απομίμηση τού κρότου τής πορδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πάπραξ — ακος, ό, Α είδος ψαριού που ζούσε στις λίμνες τής Θράκης. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. πιθ. θρακικής προέλευσης. Κατά μία άποψη, ο τ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τα: πέρκη «πέρκα», περκνός «μαύρος, μελανόστικτος», πρακνόν μέλανα (Ησύχ.), ενώ, κατ άλλους, η λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”